γλινιάζω

γλινιάζω
[γλίνα]
1. (για λιπαρά φαγητά και σκεύη) σχηματίζω στην επιφάνεια στρώμα λίπους ή έχω στα τοιχώματα υπολείμματα λίπους
2. (για αργιλότοπο) σχηματίζω γλιστερή λάσπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”